- ξύνει
- σύνειμι 2ibo gopres ind act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξύνω — και ξύω και ξυώ (ΑΜ ξύω, Μ και ξύνω) 1. κάνω κάτι ομαλό και λείο με ξέση, ξέω, λειαίνω («ξύειν κώπας», Θεόφρ.) 2. τρίβω με τα άκρα τών νυχιών ή με όργανο μέρος τής επιφάνειας τού δέρματος (α. «ξύνω το χέρι μου» β. «ξυόμενοι ἥδονται», Δημόκρ.) 3.… … Dictionary of Greek
αντιξύω — ἀντιξύω (Α) ξύνω αυτόν που με ξύνει («τὸν ξύοντα δ ἀντιξύειν» πρβλ. «ξύσε με για να σε ξύσω») … Dictionary of Greek
επιξύστης — ἐπιξύστης, ό (Μ) αυτός που ξύνει από πάνω, που στιλβώνει ή λουστράρει την επιφάνεια ενός αντικειμένου, ο στιλβωτής … Dictionary of Greek
κεραοξόος — κεραοξόος, ον (Α) 1. αυτός που ξύνει και κατεργάζεται κέρατα 2. αυτός που κατασκευάζει τόξα από κέρατα («τὰ μὲν ἀσκήσας κεροοξόος ἤραρε τέκτων», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραός + ξόος (< ξόος < ξέω), πρβλ. λα ξόος, λιθο ξόος] … Dictionary of Greek
κνησίχρυσος — κνησίχρυσος, ον (Α) φρ. «ῥίνη κνησίχρυσος» λίμα με την οποία ο χρυσοχόος ξύνει το χρυσάφι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνησι (< κνώ «ξύνω») + χρυσος < χρυσός), πρβλ. αργυρό χρυσος, επί χρυσος] … Dictionary of Greek
κοπροξύστης — κοπροξύστης, ὁ (ΑM) αυτός που ξύνει και καθαρίζει κάτι από την κοπριά, αυτός που καθαρίζει τις κοπριές τού στάβλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + ξύστης (< ξύω), πρβλ. λιθο ξύστης, ουρανο ξύστης] … Dictionary of Greek
ξεστικός — ξεστικός, ή, όν (Μ) [ξεστός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ξύσιμο, αυτός που ζέει, που ξύνει … Dictionary of Greek
ξυστικός — ή, ό (ΑΜ ξυστικός, ή, όν) [ξυστός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ξύση, στο ξύσιμο νεοελλ. 1. αυτός που έχει την ιδιότητα να ξύνει («ξυστικό εργαλείο») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ξυστικά η αμοιβή τού εργάτη για την ξύση, την απόξεση, το… … Dictionary of Greek
ξύστρα — η (ΑΜ ξύστρα) νεοελλ. 1. κάθε εργαλείο που χρησιμεύει για το ξύσιμο και τη λείανση μιας επιφάνειας 2. μικρό εργαλείο που κάνει αιχμηρά διάφορα αντικείμενα («ξύστρα για μολύβια») 3. μουσ. κρουστό ιδιόφωνο μουσικό όργανο που αποτελείται από ανώμαλη … Dictionary of Greek
τυροξόος — ον Α (για πρόσ.) αυτός που ξύνει, που τρίβει τυρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + ξόος (< ξέω), πρβλ. λιθο ξόος] … Dictionary of Greek